Morphologia Graeca. 2013.
άμωτον — ἄμωτον, το (Α) καρπός τής καστανιάς, κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ἄμωτον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμωτα — ἄμωτον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)